- μουνούχος
- ο (Μ μουνοῡχος και μνοῡχος)ευνούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. εὐνοῦχος (< εὐνή «κλίνη, συζυγικό κρεβάτι» + -οῦχος < ἔχω) > βνοῦχος > μνοῦχος > μουνοῦχος (για την τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος / vn / (ευν / αυν) σε / mn / πρβλ. εὔνοστος > ἔμνοστος, ἐλαύνω > λάμνω, χαῦνος > ἀχαμνός)].
Dictionary of Greek. 2013.